- ἀλλαγμός
- ἀλλαγ-μός, ὁ, = foreg., Man.4.189.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αλλαγμός — ἀλλαγμός, ο (Α) [ἀλλάσσω] άλλαγμα, μεταβολή … Dictionary of Greek
ἀλλαγμοῖσι — ἀλλαγμός masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλλαγμοῖσιν — ἀλλαγμός masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)